- καταστηματικός
- καταστηματικόςpertaining to a statemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστηματικός — καταστηματικός, ή, όν (Α) [κατάστημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάσταση, στη διάθεση τού σώματος ή τής ψυχής 2. αυτός που βρίσκεται σε σταθερή κατάσταση, ευσταθής, σταθερός, ατάραχος, ήρεμος, πράος 3. (για μουσικό μέλος ή όργανο)… … Dictionary of Greek
καταστηματικά — καταστηματικός pertaining to a state neut nom/voc/acc pl καταστηματικά̱ , καταστηματικός pertaining to a state fem nom/voc/acc dual καταστηματικά̱ , καταστηματικός pertaining to a state fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστηματικώτερον — καταστηματικός pertaining to a state adverbial comp καταστηματικός pertaining to a state masc acc comp sg καταστηματικός pertaining to a state neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστηματικῶν — καταστηματικός pertaining to a state fem gen pl καταστηματικός pertaining to a state masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστηματικόν — καταστηματικός pertaining to a state masc acc sg καταστηματικός pertaining to a state neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστηματικαί — καταστηματικός pertaining to a state fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστηματικοῖς — καταστηματικός pertaining to a state masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστηματικῆς — καταστηματικός pertaining to a state fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστηματικήν — καταστηματικός pertaining to a state fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)